αναστατώ — ἀναστατῶ ( έω) (Α) [ανάστατος] παρασύρω, εξαπατώ … Dictionary of Greek
ἀναστάτω — ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀναστάτης masc gen sg (attic epic ionic) ἀναστατήρ destroyer masc gen sg (attic epic ionic) ἀ̱ναστάτω ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστάτῳ — ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάστατος — η, ο (Α ἀνάστατος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε αταξία 2. μτφ. θορυβημένος, ταραγμένος αρχ. 1. αυτός που αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του, που διώχθηκε 2. αυτός που βρίσκεται σε επανάσταση 3. (για πόλεις) ερημωμένος,… … Dictionary of Greek
αναστατώνω — (AM ἀναστατῶ όω) κάνω άνω κάτω, προκαλώ αταξία, ταράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάστατος. ΠΑΡ. αναστάτωσις] … Dictionary of Greek